- ρεθος
- ῥέθος-εος τό1) член, pl. тело
(ψυχέ δ΄ ἐκ ῥεθέων πταμένη Hom.)
2) лицо(ῥ. αἱματόεν Soph.)
ῥ. ἀελίῳ δεικνύναι Eur. — показать солнцу, т.е. открыть (свой) лицо
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ψυχέ δ΄ ἐκ ῥεθέων πταμένη Hom.)
(ῥ. αἱματόεν Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ῥέθος — limb neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρέθος — εος, τὸ, Α 1. το πρόσωπο («ῥέθος ἀελίω δεῑξον», Ευρ.) 2. το σώμα 3. πληθ. τὰ ῥέθη τα μέλη τού σώματος («ψυχὴ δ ἐκ ῥεθέων πταμένη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. ῥέθος απαντά αρχικά στην αιολ. λυρική ποίηση με τη σημ. «πρόσωπο» και με… … Dictionary of Greek
ῥέθει — ῥέθος limb neut nom/voc/acc dual (attic epic) ῥέθεϊ , ῥέθος limb neut dat sg (epic ionic) ῥέθος limb neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥεθέεσσι — ῥέθος limb neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥεθέεσσιν — ῥέθος limb neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥεθέων — ῥέθος limb neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥέθεα — ῥέθος limb neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥέθεος — ῥέθος limb neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥέθεσι — ῥέθος limb neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥέθεσιν — ῥέθος limb neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥέθους — ῥέθος limb neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)